- γλυκόπικρος
- -η, -ο (Α γλυκύπικρος, -ον, Μ γλυκόπικρος, -ον)1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... ὄρπετον» — γλυκόπικρο ερπετό, Σαπφώ).
Dictionary of Greek. 2013.